ξανθότητα

ξανθότητα
[-ης (-ητος)] η золотистый, белокурый, русый цвет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξανθότητα" в других словарях:

  • ξανθότητα — η (Α ξανθότης, ητος) [ξανθός] η ιδιότητα τού ξανθού, το ξανθό χρώμα, ιδίως τών μαλλιών («τὰ πέραν τοῡ Ῥήνου Γερμανοὶ νέμονται, μικρὸν ἐξαλλάττοντες τοῡ Κελτικοῡ φύλου τῷ τε πλεονασμῷ τής ἀγριότητος και τής ξανθότητος», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • ξανθότητα — η η ιδιότητα του ξανθού, το ξανθό χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ξανθότητα — Ξανθότης yellowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθότητα — ξανθότης yellowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EDOM — I. EDOM regio in tribu Iuda, quae et Idumaea, 1 Reg. c. x 1. v. 14. Isai. c. 34. v. 6. ab Edom, h. e. Esau dicta. Ioseph. Antiqq. l. 2. τὴν δὲ χώραν οὕτως προσηγόρευϚεν. Ε῞λληνες δ᾿ ἐπὶ τὸ σεμνότερον λ δουμαίαν ὠνόμασαν. Undiquaque munita… …   Hofmann J. Lexicon universale


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»